χιόμα
(ουσ. ουδ.)
χιόμα
[ˈçoma]
Αξ., Μισθ.
σ̑όμα
[ˈʃoma]
Σινασσ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το ουσ. χελώνα, που υπό τον τύπ. χιλιόνα και με την ίδια σημ. μαρτυρείται σε διάφορες ν.ε. διαλέκτους (Κωστάκης1977: 88). Πβ. αρχ. ουσ. χελώνιον = καβούκι χελώνας (μεταγν. σημ. ‘λαβή στην οποία καταλήγουν τα άκρα των βραχιόνων μιας μηχανής στρέψης’. Το τέρμα -μα αναλογ. προς άλλα ουδ. σε -μα, πβ. και ποντ. χελώμιν = χελώνα. Πολύ λιγότερο πιθ. η αναγωγή στο ουσ. θέμα (βλ. Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 36) λόγω μη επαρκούς σημασιολογικής συσχέτισης.
Ξύλο του χειρόμυλου για τον κανονισμό του αλέσματος
ό.π.τ.
:
σ̑ερομυλιού τα σ̑όμες
(Οι άξονες του χερόμυλου)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333