ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιρχά (ουσ. ουδ.) χιρχά [çirˈxa] Σινασσ. χουρχά [xurˈxa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. hırka (< περσ.) = γυναικείο σακάκι με μανίκια και με βαμβακερή επίστρωση ανάμεσα στο ύφασμα και την φόδρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. hırha.
Είδος παραδοσιακού γυναικείου μακρυμάνικου σακακιού με βαμβακερή επένδυση ό.π.τ. Συνών. παμπουκλού :1