χιρχά
(ουσ. ουδ.)
χιρχά
[çirˈxa]
Σινασσ.
χουρχά
[xurˈxa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. hırka (< περσ.) = γυναικείο σακάκι με μανίκια και με βαμβακερή επίστρωση ανάμεσα στο ύφασμα και την φόδρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. hırha.
Είδος παραδοσιακού γυναικείου μακρυμάνικου σακακιού με βαμβακερή επένδυση
ό.π.τ.
Συνών.
παμπουκλού :1