χιντσίρης
(ουσ. αρσ.)
χ̇ιντσίρης
[xinˈtsiris]
Φάρασ.
Από το παλ. τουρκ. ουσ. hınzir (< αραβ. khinzīr) = α) γουρούνι β) πονηρός, άπιστος. Πβ. τους ήδη μεσν. τύπ. χαζίριν = γουρούνι και χανζύρισσα = άπιστη (Shukurov 2015: 225), τα οπ. απευθείας από το αραβ. ḫinzīr / συριακό ḫazīr (Tietze 2016: λ. hınzir).
1. Γουρούνι, κάπρος