ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιντσίρης (ουσ. αρσ.) χ̇ιντσίρης [xinˈtsiris] Φάρασ. Από το παλ. τουρκ. ουσ. hınzir (< αραβ. khinzīr) = α) γουρούνι β) πονηρός, άπιστος. Πβ. τους ήδη μεσν. τύπ. χαζίριν = γουρούνι και χανζύρισσα = άπιστη (Shukurov 2015: 225), τα οπ. απευθείας από το αραβ. ḫinzīr / συριακό ḫazīr (Tietze 2016: λ. hınzir).
1. Γουρούνι, κάπρος
2. Μτφ., άπιστος Συνών. άπιστος, γκιαούρης