ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χινέρ (ουσ. ουδ.) χινέρ [çiˈner] Αξ., Μαλακ., Φλογ. Από αμάρτ. ουσ. *θινάριον, υποκορ. του μεσν. ουσ. θινίον (< αρχ. ουσ. θίς-θινός = σωρός). Πβ. ποντ. θονάρα̈, για την ετυμολόγηση του οπ. βλ. Παπαδόπουλος (1958-1961: λ. θονάρα̈),
Σωρός από θερισμένα αλλά όχι αλωνισμένα στάχυα ό.π.τ. : Ποτε λάλ'τσεν κιρυός, ετά το χινέρ κουνdάτ' το (Μια και φύσηξε άνεμος, αυτόν τον σωρό λιχνίστε τον) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σώροβαμ' το μάλαγμα και φκιάισ̑καμ' το χινέρ' (Μαζεύαμε το μη αλωνισμένο στάρι και το κάναμε σωρό για το λίχνισμα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812