χιζμετκιάρης
(ουσ. αρσ.)
χιζματκιάρης
[çizmatˈcaris]
Σίλ.
χ̇ιζμεκέρ’
[xɯzmeˈcer]
Ουλαγ., Τελμ.
χουζμιατσιάρους
[xuzmɲaˈtsçarus]
Μισθ.
χ̇ιζμεκ͑έρ’
[xɯzmeˈkʰer]
Φάρασ.
χ̇ιζμα̈κ͑α̈́ρ’
[xɯzmæˈkʰær]
Αφσάρ.
Πληθ.
χισμεκιάρια
[çιzmeˈcarʝa]
Αραβαν.
Από το νεότ. ουσ. χιζμεκιάρης = υπηρέτης (Παναγιωτόπουλος κ.ά. 2007-2009: Α΄, 30), το οπ. από το τουρκ. ουσ. hizmetkâr, όπου και διαλεκτ. τύπ. hizmeker = υπηρέτης.
Υπηρέτης, δούλος
ό.π.τ.
:
Ρώννει τσ̑ην γκόρην ντου του χιζματκιάρη του
(Δίνει την κόρη του στον υπηρέτη του)
Σίλ.
-Dawk.
Ήρτεν ένα τσ̑υφλό χ̇ıζμεκέρ
(Ήρθε ένας τυφλός υπηρέτης)
Τελμ.
-Dawk.
Γένης χουσμιατσάρους
(Έγινες υπηρέτης)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Όνdεν έπ’καν το γάμος, το καμήλ’ και το κορίσ̑’ πήγαν σο σπίσ̑’ τουν, ερυό-τρία μέρες τα χιζμεκιάρια κυρφάς τασλάdιζαν ντα
(Όταν έγινε ο γάμος, το καμηλάκι και το κορίτσι πήγαν στον σπίτι τους, δυο-τρεις μέρες οι υπηρέτες κρυφά τους παρακολουθούσαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γούλι, κιζίρης, μίσταργος :1, χαλαγίκι :1