γούλι
(ουσ. ουδ.)
γούλι
[ˈɣuli]
Φάρασ.
γούλ'
[ɣul]
Αξ.
κίλ'
[cil]
Τροχ.
κ͑ολέ
[kʰoˈle]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
γούλε
[ˈɣule]
Φάρασ.
κολέδια
[koˈleðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kul = υπηρέτης, δούλος.
Δούλος, υπηρέτης
ό.π.τ.
:
Ό,τι με κουθά τ' ομού το γούλι να ποίτσει σ' δώδεκα κόμματα
(Όποιος με ακολουθεί, δικός μου δούλος, να σε κάνει δώδεκα κομμάτια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Να 'ινώ το γούλι σου!
(Να γίνω δούλος σου!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Nα πάρω το 'κόρασαμ' το κ͑ολέ
(Θα παντρευτώ το σκλάβο που αγοράσαμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Κολα̈διού το βαπ͑όρ' ήρτεν κι εκεί το γιορόν'
(Με το βαπόρι του σκλάβου ήρθε κι εκείνος ο γέρος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Χεγού γούλ'
(Δούλος του Θεού˙ δημιούργημα του Θεού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Θεού γούλι
(Δούλος του Θεού˙ πλάσμα του Θεού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
δούλος, κιζίρης :1, μίσταργος, χαλαγίκι, χιζμετκιάρης