ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουλιάρης (II) (επίθ.) qι̂λιάρ' [qɯˈʎar] Μαλακ. γ̇ι̂λιάρ' [ɣɯʹʎar] Αραβαν. Θηλ. qι̂λιάρα [qɯˈʎara] Μαλακ. Από το ουσ. κίλι %b(ΙI)%b, όπου και τύπ. qι̂́λ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Τριχωτός, δασύτριχος : || Φρ. Ντέκα-έπαρ' ένα γ̇ι̂λιάρ' ναίκα! (Δέκα-Πάρε μιά τριχωρή γυναίκα!˙ παιγνιώδης απάντηση στον αριθμό "10") Αραβαν. -Φωστ. Συνών. μαλλιάρης, τραχαριέρης