γουλιάρης (II)
(επίθ.)
qι̂λιάρ'
[qɯˈʎar]
Μαλακ.
γ̇ι̂λιάρ'
[ɣɯʹʎar]
Αραβαν.
Θηλ.
qι̂λιάρα
[qɯˈʎara]
Μαλακ.
Από το ουσ. κίλι %b(ΙI)%b, όπου και τύπ. qι̂́λ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Τριχωτός, δασύτριχος
:
|| Φρ.
Ντέκα-έπαρ' ένα γ̇ι̂λιάρ' ναίκα!
(Δέκα-Πάρε μιά τριχωρή γυναίκα!˙ παιγνιώδης απάντηση στον αριθμό "10")
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
μαλλιάρης, τραχαριέρης