ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουλαντούρα (ουσ. θηλ.) γουλανdούρα [ɣulanˈdura] Σινασσ. Από το λατιν. ουσ. glandula = αδένας, με παρετυμολ. προς το ουσ. γούλα με την διαλεκτ. σημ. ‘υπογνάθιοι αδένες’ (βλ. ΙΛΝΕ: λ. γούλα (Ι)1στ). Για την ετυμολογ. σύνδεση της λ. με το ουσ. γούλα, πβ. Αρχέλαος (1899: 232).
Οίδημα στον αδένα λόγω πληγής Σινασσ. Πβ. νταϊλού