γουβράημα
(ουσ. ουδ.)
γι̂βράιμα
[ɣɯˈvraima]
Μισθ.
Από το ρ. γουβραΐζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βιασύνη
Συνών.
ατσελές, σπούδασμα :1, σπουδή :1, τελασέ