γουβάνι
(ουσ. ουδ.)
γουβάνι
[ɣuˈvani]
Αφσάρ., Φάρασ.
κουβάν'
[kuˈvan]
Φλογ.
Πληθ.
χουβάνε
[xuˈvane]
Φάρασ.
κοβάνα
[koˈvana]
Φλογ.
κουάνα
[kuˈana]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. kovan = κυψέλη. Η λ. με τύπ. κουβάνι σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Κυψέλη
ό.π.τ.
:
Mελισσού πιτέκια έχ̇ισ̑καν, κοβάνα τα λέισ̑καν
(Είχαν κυψέλες μέλισσας, τα έλεγαν κουβάνια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τ' Άη-Μαρίνας τρύιζαμ' τα κουάνα
(Της Αγ. Μαρίνας τρυγούσαμε το μέλι από τις κυψέλες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
πετέκι :1