ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουβάνι (ουσ. ουδ.) γουβάνι [ɣuˈvani] Αφσάρ., Φάρασ. κουβάν' [kuˈvan] Φλογ. Πληθ. χουβάνε [xuˈvane] Φάρασ. κοβάνα [koˈvana] Φλογ. κουάνα [kuˈana] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. kovan = κυψέλη. Η λ. με τύπ. κουβάνι σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Κυψέλη ό.π.τ. : Mελισσού πιτέκια έχ̇ισ̑καν, κοβάνα τα λέισ̑καν (Είχαν κυψέλες μέλισσας, τα έλεγαν κουβάνια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τ' Άη-Μαρίνας τρύιζαμ' τα κουάνα (Της Αγ. Μαρίνας τρυγούσαμε το μέλι από τις κυψέλες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. πετέκι :1
2. Ξύλινο δοχείο Φάρασ. Πβ. κωθώνι