γουζί
(ουσ. ουδ.)
γουζί
[ɣuˈzi]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
γουζού
[ɣuˈzu]
Φερτάκ.
γουζούμ
[ɣuˈzum]
Αξ., Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. kuzu = αρνί (< παλαιότ. τουρκ. kuzı). Πβ. και νεότ. ουσ. κουζί = αρνάκι (Λεξ. Σομ.). Ο τύπ. γουζούμ με κτητ. αντων., από τον τουρκ. τύπ. kuzum = αρνάκι μου.
1. Αρνί ή πρόβατο
ό.π.τ.
:
Τα γουζά σέκιν ντα αχόρι μέσα
(Τα πρόβατα τα έβαλε μέσα στον σταβλο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Απάνου τ’ γουζί ηύρα ρυό γκενέροι
(Aπάνω στο πρόβατο βρήκα δύο τσιμπούρια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλί γουζίν τζ̑ο ’εννά
(Το σκυλί δεν γεννά αρνί˙ ο γιος θα μοιάζει στον κακό πατέρα του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αρνί, πρόβατο
2. Υπό τον τύπ. γουζούμ, αρνάκι μου ως προσφώνηση σε αγαπητό πρόσωπο
Αξ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Μάνα μ’ λέει «μπράβο γουζούμ»
(Η μάνα λέει «μπράβο, παιδάκι μου»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πέτα μας το, γουζούμ καλομάνα
(Πές μας το, καλή μας θειά!)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Σταύρενη, γουζούμ νύφ', ήβρα μ' τελέγραφο, τασ̑ύ ο Γιωρίκα μ' έρχεται!
(Σταυριανή, γλυκιά μου νυφούλα, μου φέρανε τηλεγράφημα, αύριο έρχεται ο Γιωργάκης μου!)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Γουζούμ φέρ' 'να τάσ' λερό ας πιω
(Καλή μου φέρε ένα ποτήρι νερό να πιώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γιαβρού