ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουζί (ουσ. ουδ.) γουζί [ɣuˈzi] Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. γουζού [ɣuˈzu] Φερτάκ. γουζούμ [ɣuˈzum] Αξ., Σινασσ., Φάρασ. Από το τουρκ. kuzu = αρνί (< παλαιότ. τουρκ. kuzı). Πβ. και νεότ. ουσ. κουζί = αρνάκι (Λεξ. Σομ.). Ο τύπ. γουζούμ με κτητ. αντων., από τον τουρκ. τύπ. kuzum = αρνάκι μου.
1. Αρνί ή πρόβατο ό.π.τ. : Τα γουζά σέκιν ντα αχόρι μέσα (Τα πρόβατα τα έβαλε μέσα στον σταβλο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Απάνου τ’ γουζί ηύρα ρυό γκενέροι (Aπάνω στο πρόβατο βρήκα δύο τσιμπούρια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Παροιμ. Το στσ̑υλί γουζίν τζ̑ο ’εννά (Το σκυλί δεν γεννά αρνί˙ ο γιος θα μοιάζει στον κακό πατέρα του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αρνί, πρόβατο
2. Υπό τον τύπ. γουζούμ, αρνάκι μου ως προσφώνηση σε αγαπητό πρόσωπο Αξ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. : Μάνα μ’ λέει «μπράβο γουζούμ» (Η μάνα λέει «μπράβο, παιδάκι μου») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πέτα μας το, γουζούμ καλομάνα (Πές μας το, καλή μας θειά!) Σινασσ. -Λεύκωμα Σταύρενη, γουζούμ νύφ', ήβρα μ' τελέγραφο, τασ̑ύ ο Γιωρίκα μ' έρχεται! (Σταυριανή, γλυκιά μου νυφούλα, μου φέρανε τηλεγράφημα, αύριο έρχεται ο Γιωργάκης μου!) Σινασσ. -Λεύκωμα Γουζούμ φέρ' 'να τάσ' λερό ας πιω (Καλή μου φέρε ένα ποτήρι νερό να πιώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γιαβρού