ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουβί (ουσ. ουδ.) γουβί [ɣuˈvi] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φάρασ., Φκόσ. Από το ουσ. γούβα και το υποκορ. επίθμ..
1. Μικρή γούβα, μικρός λάκκος ό.π.τ. Πβ. λακάνη :2
2. Ο αργαλειός, λόγω του λάκκου όπου υπάρχουν οι πατήθρες του αργαλειού Αραβαν., Φάρασ., Φκόσ. Συνών. ιστάρι, τεζκάχι :1, χώστρα
3. Γούρνα όπου συγκεντρωνόταν ο μούστος που έπεφτε από τον σωλήνα του πατητηριού Μισθ. Συνών. απολήνι, λέγκιουρι, Πβ. ληνός