γουβί
(ουσ. ουδ.)
γουβί
[ɣuˈvi]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το ουσ. γούβα και το υποκορ. επίθμ. -ι.
2. Ο αργαλειός, λόγω του λάκκου όπου υπάρχουν οι πατήθρες του αργαλειού
Αραβαν., Φάρασ., Φκόσ.
Συνών.
ιστάρι, τεζκάχι :1, χώστρα