λέγκιουρι
(ουσ. ουδ.)
λέγκιουρι
[lenˈɟuri]
Γούρδ.
λεγκούρι
[leŋˈguri]
Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
λενκούρ'
[lenˈkur]
Σίλατ., Φλογ.
μαgούρι
[maˈguri]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lüngür = α) βαθύ και κούφιο μέρος σαν πηγάδι β) γούρνα για το στράγγισμα του γιαουρτιού γ) χώρος για την εξαγωγή και αποθήκευση του μούστου (THADS, λ. lüngür IIΙ), το οπ. πιθ. από το πρώιμο μεσν. ουσ. λάκυρος = στεμφυλίας οίνος, ρακί, τσίπουρο (πβ. και τουρκ. διαλεκτ. löngür = είδος κρασιού από φρούτα, THADS, λ. löngür I, Τzitzilis 1987α: 80). Πβ. και Θαβώρης (1998: 63) για το σύγχρονο διαλεκτ. λάγκυρος < αρχ. λάκυρος.
2. Λαγκάδι
Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
:
Τρανά στις βραχτές και στα μαgούρια 'νεμέσα ένα λαμπερό φως
(Βλέπει ανάμεσα στους βράχους και στους γκρεμούς ένα λαμπερό φως)
Σινασσ.
-Αρχέλ.