λέγημα
(ουσ. ουδ.)
λέημα
[ˈleima]
Ουλαγ.
Από το θ. λεγ- του ρ. λέγω με παραγωγ. επίθμ. -ημα και αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ʝ].
Λόγος, ομιλία
Ουλαγ.
:
Ούτσα ντο λέημα ορτό ντέν ’τον
(Ο τρόπος που μίλησες δεν ήταν σωστός)
Ουλαγ.
-Κεσ.