ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λέγημα (ουσ. ουδ.) λέημα [ˈleima] Ουλαγ. Από το θ. λεγ- του ρ. λέγω με παραγωγ. επίθμ. -ημα και αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ʝ].
Λόγος, ομιλία Ουλαγ. : Ούτσα ντο λέημα ορτό ντέν ’τον (Ο τρόπος που μίλησες δεν ήταν σωστός) Ουλαγ. -Κεσ.