λέι λέι
(επιφ.)
λέι λέι
[ˈlei ˈlei]
Σινασσ.
λε λε
[le le]
Σινασσ.
Από το αρχ. επιφ. ἐλελεῦ ‘επιφωνήματα πόνου’. Πβ. και διαλεκτ. τουρκ. ley = βρε, μωρέ και elelele = αχ, ωχ, και βουλγ. леле = αχ.
1. Σχετλιαστικό επιφώνημα
Σινασσ.
2. Kενές νοήματος συλλαβές για συμπλήρωση στίχου άσματος, λα λα
Σινασσ.