λειψάδα
(ουσ. θηλ.)
λειψάδα
[liˈpsaða]
Αφσάρ., Φάρασ.
λειψάγια
[liˈpsaʝa]
Αξ., Τροχ.
Ουδ.
λειψάδι
[liˈpsaði]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. λειψάδα = έλλειψη.
1. Έλλειψη από κάτι
ό.π.τ.
:
Χανίμα, ειπέ ντα μπότσι έσ̑' λειψάδα
(Κυρά, πες μου ό,τι είναι σε έλλειψη, δηλ. ό,τι σας λείπει) )
Αφσάρ.
-Dawk.
Ντρανά τ’ σπιτιού τα λειψάγιες, φ'καλεί, πανασ̑ηκών, ψ̑ήν'
(Φροντίζει για τις ελλείψεις, τις ανάγκες του σπιτιού, σκουπίζει, σιγυρίζει, μαγειρεύει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Nα τρανήσουμ' τα λειψάι μας
(Να δούμε τις ελλείψεις μας, ενν. για να πάμε για ψώνια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Tζάπι παγαίνκετε, βρεσκίνκετε α λειψάδι;
(Μή τινος ὑστερήθητε; ΚΔ Ευ.Λουκ.22.35)
Φάρασ.
-Lag.
Ε, όρτωσαμ' ντου, ε 'πόμαν λία λειψάις
(Ε, το διορθώσαμε, ε, έμειναν λίγες ελλείψεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
νοξάνι