ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λειψάδα (ουσ. θηλ.) λειψάδα [liˈpsaða] Αφσάρ., Φάρασ. λειψάγια [liˈpsaʝa] Αξ., Τροχ. Ουδ. λειψάδι [liˈpsaði] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. λειψάδα = έλλειψη.
1. Έλλειψη από κάτι ό.π.τ. : Χανίμα, ειπέ ντα μπότσι έσ̑' λειψάδα (Κυρά, πες μου ό,τι είναι σε έλλειψη, δηλ. ό,τι σας λείπει) ) Αφσάρ. -Dawk. Ντρανά τ’ σπιτιού τα λειψάγιες, φ'καλεί, πανασ̑ηκών, ψ̑ήν' (Φροντίζει για τις ελλείψεις, τις ανάγκες του σπιτιού, σκουπίζει, σιγυρίζει, μαγειρεύει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Nα τρανήσουμ' τα λειψάι μας (Να δούμε τις ελλείψεις μας, ενν. για να πάμε για ψώνια) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Tζάπι παγαίνκετε, βρεσκίνκετε α λειψάδι; (Μή τινος ὑστερήθητε; ΚΔ Ευ.Λουκ.22.35) Φάρασ. -Lag. Ε, όρτωσαμ' ντου, ε 'πόμαν λία λειψάις (Ε, το διορθώσαμε, ε, έμειναν λίγες ελλείψεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. νοξάνι
2. Ειδικότ., αποφάγια, φαγητό που απομένει στο πιάτο Φάρασ. Συνών. περτσάδα