ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λείψανο (ουσ. ουδ.) λείψανο [ˈlipsano] Γούρδ. λείψονdο [ˈlipsondo] Ανακ., Φάρασ. λείψανdου [ˈlipsandu] Μαλακ. λείψανος [ˈlipsanos] Φλογ. λείψανους [ˈlipsanus] Σίλ. λείψανdος [ˈlipsandos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ. Γεν. λείψανdοζγιου [ˈlipsandozʝu] Αξ., Ουλαγ. Αρχ. ουσ. λείψανον.
1. Λείψανο, σορός νεκρού και κυρίως αγίου Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Φάρασ. : Του περαμένογιου το λείψανο σαν ντο μύρο μύριζε (το λείψανο του πεθαμένου σαν το μύρο μύριζε) Γούρδ. -Καράμπ. Ντα λέιψανdοςγια μας να παν’ ατσîκια (Τα λείψανά μας να είναι μαζί) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. θάνατος :2, θανή :2, λέσι, μεΐτι, τζαναζάς, ψόφος
2. Κηδεία Ουλαγ., Σίλ. : Σε υπάμ’ 'ς του λείψανου (Θα πάμε στην κηδεία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. θάνατος :3, θανή :1, ξόδι