ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λέπρος (επίθ.) λεπρό [leˈpro] Ουλαγ. λέπρο [ˈlepro] Γούρδ. λέπρου [ˈlepru] Μισθ. Πιθ. από το αρχ. επίθ. λεπρός = φολιδωτός, τραχύς. Ο τύπ. λέπρος μεσν.
1. Κακός, απαίσιος, άτιμος Γούρδ., Μισθ. : Ψελίτσικα φίγια λέπρα ‘νdι (Τα λεπτά φίδια είναι κακά, επικίνδυνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Νταλίγανο 'τουν τσ̑όουν ο φιλάν, μποίκι πολλά τίδα, λέπρα λέπρα άργαδα (Όταν ήταν νέος ο τάδε, έκανε πολλά τέτοια, κακές, κακές πράξεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. κακός, κιοτού
2. Οξύθυμος, νευρικός, δύστροπος Μισθ. : Πεερό μ’ τσόδουν λέπρου (Ο πεθερός μου ήταν δύστροπος) Μισθ. -Κοτσαν. Λούβα μ᾽ Γαραλάμης απ’ ούλα μας λέπρου ᾿νι (Ο θείος μου ο Χαραλάμπης είναι πιο οξύθυμος απ' όλους μας) Μισθ. -Φατ. Ντέ 'νι λέπρου λέει, ντέν νι, ντε λαχτά λέ', είν μαχημένου (Δεν είναι νευρικό λέει (ενν. το άλογο), δεν είναι, δεν κλοτσάει, είναι μαθημένο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γρουσούζης, μισκίνης, τσαπχίν :1, χουισούζ
3. Aνόητος, κουτός Ουλαγ. Συνών. αβανάκος