λέπρος
(επίθ.)
λεπρό
[leˈpro]
Ουλαγ.
λέπρο
[ˈlepro]
Γούρδ.
λέπρου
[ˈlepru]
Μισθ.
Πιθ. από το αρχ. επίθ. λεπρός = φολιδωτός, τραχύς. Ο τύπ. λέπρος μεσν.
2. Οξύθυμος, νευρικός, δύστροπος
Μισθ.
:
Πεερό μ’ τσόδουν λέπρου
(Ο πεθερός μου ήταν δύστροπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Λούβα μ᾽ Γαραλάμης απ’ ούλα μας λέπρου ᾿νι
(Ο θείος μου ο Χαραλάμπης είναι πιο οξύθυμος απ' όλους μας)
Μισθ.
-Φατ.
Ντέ 'νι λέπρου λέει, ντέν νι, ντε λαχτά λέ', είν μαχημένου
(Δεν είναι νευρικό λέει (ενν. το άλογο), δεν είναι, δεν κλοτσάει, είναι μαθημένο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γρουσούζης, μισκίνης, τσαπχίν :1, χουισούζ