λεπούρι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
λεπ-πούρια
[lepˈpurʝa]
Αξ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lıbır =γλοιώδης λάσπη (THADS, λ. lıbır).
Νερουλά κόπρανα
Αξ.