λέσι
(ουσ. ουδ.)
λέσ’
[les]
Σινασσ.
λέσ̑'
[leʃ]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
λα̈́σ'
[læs]
Μισθ.
ιλέσι
[iˈlesi]
Φάρασ.
ιλέσ̑ι
[iˈleʃi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. λέσι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. leş = πτώμα, ψοφίμι (< περσ. lāş), όπου και διαλεκτ. τύπ. ileş (THADS, λ. ileş).
1. Ψοφίμι, πτώμα ζώου σε αποσύνθεση
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Χαν Νώε το qαρqά ’πόμεν α λέσ̑’
(Κυρ Νώε, το κοράκι έμεινε σ' ένα πτώμα˙ για όσους αργοπορούν σε σημαντικά ζητήματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Ανdί κόνκα κάτσες σο ιλέσιν μπάνου, κόλλ’τσες, αφ’ τζ̑ου ‘ρτες
(Σαν όρνιο έκατσες στο ψοφίμι απάνω, κόλλησες, πίσω δεν ήρθες˙ για εκείνους που κάνουν τα πάντα για το κέρδος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Πτώμα ανθρώπου
Φάρασ.
:
Βίνεψεν του φσ̑όκκου το ιλέσ̑ι σο οράνι
(πέταξε το πτώμα του παιδιού στον σωρό την κοπριά)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
θάνατος, θανή :2, ψόφος
4. Ως επίθ., με τον τύπ. λα̈́σ', πολύ βαρύς, ασήκωτος
Μισθ.