ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κελετέ (επίθ.) κελετέ [celeˈte] Ουλαγ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kelete = α) αδύναμο ζώο β) άχρηστο πράγμα γ) ως επίθ., κακός, άσχημος (THADS, λ. kelete ΙΙΙ). Βλ. και Καραποτόσογλου (2003: 200).
Ψεύτικος, τιποτένιος : Κελετέ κανείς (Τιποτένιος άνθρωπος) Ουλαγ. -Κεσ.