κεκίτσα
(ουσ. θηλ.)
κ͑εκίτσα
[kʰeˈcitsa]
Μισθ.
κιαχίτσα
[caˈçitsa]
Μισθ.
Πιθ. από το ουσ. κεκίλι, όπου και τύπ. κ͑εκίλια, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l].
Φράντζα
:
Κιαχίτσα αφήκα
(Άφησα φράντζα κατά το κούρεμα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887