κεϊφενίτσα
(ουσ. θηλ.)
κεϊφενίτσα
[cejfeˈnitsa]
Αξ., Μισθ., Τροχ.
κα̈φα̈νίτσα
[kæfæˈnitsa]
Μισθ.
κιαφιανίτσ̑α
[cafiˈnitʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. keyvanı (όπου και τύπ. keyvene και keyfeni) = μαγείρισσα, νοικοκυρά (THADS, λ. keyfeni, keyvan, keyvene), και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
1. Μαγείρισσα
Μισθ., Τροχ.
:
Ποιο κιαφανίτσ̑α μποίκιν ιτό ντου φαΐ;
(Ποια μαγείρισσα έκανε αυτό το φαγητό;)
2. Νοικοκυρά
Μισθ.
3. Πολυλογού
Μισθ.