ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεϊφενίτσα (ουσ. θηλ.) κεϊφενίτσα [cejfeˈnitsa] Αξ., Μισθ., Τροχ. κα̈φα̈νίτσα [kæfæˈnitsa] Μισθ. κιαφιανίτσ̑α [cafiˈnitʃa] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. keyvanı (όπου και τύπ. keyvene και keyfeni) = μαγείρισσα, νοικοκυρά (THADS, λ. keyfeni, keyvan, keyvene), και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
1. Μαγείρισσα Μισθ., Τροχ. : Ποιο κιαφανίτσ̑α μποίκιν ιτό ντου φαΐ; (Ποια μαγείρισσα έκανε αυτό το φαγητό;)
2. Νοικοκυρά Μισθ.
3. Πολυλογού Μισθ.