κεβρεντίζω
(ρ.)
κεβρεdίζω
[cevreˈdizo]
Αξ.
Αόρ.
κεβρέτ'σα
[ceˈvretsa]
Αξ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. gevremek (< παλ. τουρκ. kegre- ή kevre-) = α) γίνομαι εύθραυστος β) διαλεκτ., για καλλιέργεια, ωριμάζω.
Ωριμάζω
:
Κεβρεdίζ' κι έρεται
(Aρχίζει να ωριμάζει)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
γετίζω :4, γετιστίζω :3, γίνομαι :2, φτάνω