ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεκλίκι (ουσ. ουδ.) κ͑εκλίκ' [kʰeˈklik] Ανακ., Δίλ., Φλογ. κεκλίτσ̑' [ceˈklitʃ] Μισθ., Τσαρικ. Θηλ. κεκλίκα [ceˈklika] Ανακ., Αραβαν., Σινασσ. Aπό το τουρκ. ουσ. keklik = α) πέρδικα β) μτφ., όμορφη γυναίκα.
1. To πτηνό πέρδικα (perdrix perdrix) ό.π.τ. : Κεκλίκ’ καταραμένο ’ναι (Η πέρδικα είναι καταραμένη, ενν. επειδή πρόδωσε το Χριστό) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Σαν το σ̑ίγρι να έχ̇εις ρίζα, σαν το κεκλίκ να έχ̇εις παιδιά (Σαν την τραγάκανθα να έχεις ρίζες, και σαν την πέρδικα να έχεις παιδιά· ευχή γάμου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Ασμ. Της ζητάμε την κεκλίκα για τον Ταντιρτζή Γιωρίκα ((Της ζητάμε την πέρδικα (την κόρη της) για τον Γιωργάκη Ταντιρτζή ως σύζυγο)) Σινασσ. -Τακαδόπ.
2. Θηλυκό βαπτιστ. όνομα Ανακ., Αραβαν.