κέλι
(ουσ. ουδ.)
κέλ’
[cel]
Ανακ., Μισθ.
κ͑άλι
[ˈkʰali]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κάλ’
[kal]
Αφσάρ.
κ͑άλης
[ˈkʰalis]
Σίλ.
κιάλ’
[cal]
Μισθ.
Θηλ.
κ͑αλού
[kʰaˈlu]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kel (< περσ. kal) = α) κασίδα β) κασιδιάρης γ) φαλακρός.
1. Ως ουσ., κασίδα, πιτυρίδα
ό.π.τ.
2. Ως επίθ., κασιδιάρης
ό.π.τ.
:
Το μιτσίκο το αδελφός είνι κάλ’
(Ο μικρός αδελφός είναι κασιδιάρης)
Αφσάρ.
-Dawk.
β.
Ως επίθ., φαλακρός
ό.π.τ.
:
Αν τσάρ' τζ̑' είσ̑ιν σο γαφά του, ήτουν κ͑άλι ναίκα
(Μιά τρίχα δεν είχε στο κεφάλι της, ήταν φαλακρή γυναίκα
)
Τσουχούρ.
-VLACH
κ͑άλης μαλλιά ρεν έσ̑ει
(O φαλακρός δεν έχει μαλλιά
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Οπ' να γαμώ ντου κιάλ’ ντου τσ̑ουφάλι σ'
(Που να γαμήσω το καραφλό το κεφάλι σου· βρισιά σε φαλακρό
)
Μισθ.
-Μακρ.
|| Φρ.
Κελ ογλάν
(Φαλακρό παιδί
˙
ήρωας λαϊκών παραμυθιών)
Μαλακ., Φλογ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Πιέσ' τον κ͑άλι 'σ' το κεκίλι
(Πιάσε τον φαλακρό από τα μαλλιά
˙
Για όποιον ματαιοπονεί επιζητώντας κέρδος από κάτι λιγοστό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.