ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κέλι (ουσ. ουδ.) κέλ’ [cel] Ανακ., Μισθ. κ͑άλι [ˈkʰali] Τσουχούρ., Φάρασ. κάλ’ [kal] Αφσάρ. κ͑άλης [ˈkʰalis] Σίλ. κιάλ’ [cal] Μισθ. Θηλ. κ͑αλού [kʰaˈlu] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ουσ. kel (< περσ. kal) = α) κασίδα β) κασιδιάρης γ) φαλακρός.
1. Ως ουσ., κασίδα, πιτυρίδα ό.π.τ.
2. Ως επίθ., κασιδιάρης ό.π.τ. : Το μιτσίκο το αδελφός είνι κάλ’ (Ο μικρός αδελφός είναι κασιδιάρης) Αφσάρ. -Dawk.
β. Ως επίθ., φαλακρός ό.π.τ. : Αν τσάρ' τζ̑' είσ̑ιν σο γαφά του, ήτουν κ͑άλι ναίκα (Μιά τρίχα δεν είχε στο κεφάλι της, ήταν φαλακρή γυναίκα ) Τσουχούρ. -VLACH κ͑άλης μαλλιά ρεν έσ̑ει (O φαλακρός δεν έχει μαλλιά ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Οπ' να γαμώ ντου κιάλ’ ντου τσ̑ουφάλι σ' (Που να γαμήσω το καραφλό το κεφάλι σου· βρισιά σε φαλακρό ) Μισθ. -Μακρ. || Φρ. Κελ ογλάν (Φαλακρό παιδί ˙ ήρωας λαϊκών παραμυθιών) Μαλακ., Φλογ. -Dawk. || Παροιμ. Πιέσ' τον κ͑άλι 'σ' το κεκίλι (Πιάσε τον φαλακρό από τα μαλλιά ˙ Για όποιον ματαιοπονεί επιζητώντας κέρδος από κάτι λιγοστό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.