κελλές
(ουσ. αρσ.)
κελ-λέ
[celˈle]
Ανακ., Αραβαν., Ουλαγ.
κ͑ελλέ
[kʰeˈle]
Δίλ.
κελ-λές
[celˈles]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κα̈λ-λα̈́ς
[cælˈlæs]
Αφσάρ.
κ͑αλά
[kʰaˈla]
Σίλ.
Πληθ.
κελ-λέδες
[celˈleðes]
Κίσκ.
Από το τουρκ. ουσ. kelle = κεφάλι (< περσ. kalle = κρανίο). Η λ. και Κύπρ.
1. Kεφάλι
ό.π.τ.
:
Ἐκοψεν ντου φσ̑όκκου τον κελλέ
(Έκοψε το κεφάλι του παιδιού)
Φάρασ.
-Dawk.
Έμbασιν τα κελλέδα σημ μπαθινή
(Έβαλε τα κεφάλια τους στον στάβλο)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ερ νά μου νάρτει 'α πάρου τον κελλέ σου
(Αν δεν έρθει, θα σου πάρω το κεφάλι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Κρανίο
Κίσκ.
3. Στάχυ
Ανακ., Δίλ., Σίλ., Φάρασ.
:
Να κόψωμ’ λία κ̔ελλέ και να τα καβουρντίσωμ’
(Να κόψουμε λίγα στάχυα και να τα καβουρντίσουμε)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887