ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεμέρι (ουσ. ουδ.) κεμέρι [ceˈmeri] Κίσκ., Μισθ., Φάρασ. κα̈μα̈́ρι [cæˈmær] Αφσάρ. κιαμιάρ' [caˈmɲar] Μισθ. κεμέρ' [ceˈmer] Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ., Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. kemer (< περσ. kamar) = α) ζώνη β) αψίδα, πβ. μεταγν. ελλ. καμάρα.
1. Κεμέρι, δερμάτινο ζωνάρι για την φύλαξη χρημάτων Μισθ., Φάρασ. : Ιτούρα ντα είχαν ντα λίρις τσι έκαναν ζουνάρια, φαρδιά ζουνάρια, τσι έρραβαν σα ζουνάρια μέσα, καθένας εισ̑ιν ντου σου ζουνάρ' απάνου τ' κιαμιάρ' (Αυτοί που είχαν λίρες έκαναν ζωνάρια, φαρδιά ζωνάρια, κι έραβαν μέσα στα ζωνάρια, καθένας το είχε μέσα στο ζωνάρι απάνω του, εσωτερικό πορτοφόλι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
β. Γυναικείο πλεχτό ζωνάρι Μισθ., Τελμ.
2. Καμάρα, αψίδα Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Φκόσ. : Νεκκλησ̑ά μας είχιν ένα γαζά κεμέρια (Η εκκλησία μας είχε πολλές καμάρες) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Ως επίθ., θολωτός Σεμέντρ.
4. Έρπης ζωστήρ