κεμρέ
(ουσ. ουδ.)
κεμρέ
[cemˈre]
Αραβαν.
κεμbρέ
[cemˈbre]
Αξ., Μαλακ.
κ͑εbρέ
[kʰeˈbre]
Φλογ.
κεμbρό
[cemˈbro]
Αξ.
κιαμbρό
[camˈbro]
Μισθ.
καμbρό
[kamˈbro]
Σινασσ.
καμbράδι
[kamˈbraði]
Σινασσ.
Αρσ.
καμράς
[kamˈras]
Φάρασ.
κ͑αμbράς
[kʰamˈbras]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
γκιοboύρ
[ɉoˈbur]
Μισθ.
Πληθ.
καμbράδε
[kamˈbraðe]
Φάρασ.
κεμρέγια
[cemˈreʝa]
Αξ.
κεμbρέδια
[cemˈbreðʝa]
Ανακ., Μαλακ.
κεμρέα
[cemˈrea]
Τροχ.
κεμbρέα
[cemˈbrea]
Αξ., Τροχ.
κεμbρέγια
[kemˈbreʝa]
Αξ.
κεμbρέια
[cemˈbreia]
Μισθ., Τσαρικ.
κ͑εμbρέε
[kʰemˈbree]
Μισθ.
καμbράδια
[kamˈbraðʝa]
Ποτάμ.
κιαμbράια
[camˈbraia]
Μισθ.
κεμbρέδες
[cemˈbreðes]
Σεμέντρ.
κ͑εμbρέδια
[kʰemˈbreðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kemre = α) κοπριά β) κακάδι πληγής γ) στεγνή μύξα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gebre, kübür και gübür, το οπ. από το τουρκ. ουσ. gübre (< ελλ. κοπριά) (THADS, λ. kemre I, II, Eren 1999: λ. kemre). O τύπ. καμbράδι από τον πληθ. Για τον τύπ. καμράς πβ. περσ. kamra. Για την λ. βλ. και Καραποτόσογλου (2003: 201).
1. Ξηραμένη κοπριά που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη
ό.π.τ.
:
Κεμbρέια, βοϊού ντα σκατά
(Σβουνιές, σκατά του βοδιού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Tζ̑άνισ̑κάμ' ντου μι τα κ͑εμbρέε τρία φοράς
(Το ζυγίζαμε με τις κοπριές τρείς φορές, ως αποτροπαϊκή πρόληψη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πήγα ’ς το γιαζι̂́ να σερέψω κεμbρέα
(Πήγα στην εξοχή να μαζέψω κοπριές)
Αξ.
-Dawk.
Oύτι απ' τα κιαμbράϊα είχαμ' ανάγκη, ξύλα ένα γαζά είχαμ' ιμείς
(Ούτε απ' την κοπριά είχαμε ανάγκη, ξύλα ένα σωρό είχαμε εμείς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Για ένα κιαμbρό έπισαμ' κάτ' ντα ντυό μας, φέγ' ντου γαϊdούρ'
(Για ένα σκατό ζώου πέσαμε κάτω οι δυό μας, φεύγει το γαϊδούρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κιαμbρό είναι ντου χτήνου δου χέιξι, πόμιξι ξέρουνι μαναχό τ'
(Κοπριά είναι το ζώο που έχεσε, έμεινε και ξεράθηκε μοναχό του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Δώσ' ένα κ͑εbρέ και να λάει σου βά σ' τη ψ̑η
(Δώσε ένα κομμάτι κοπριά και ας είναι για την ψυχή του πατέρα σου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έθητσινι δύου τρία καμπράδα σην παρκαμίνα
(Έβαλε 2-3 κομμάτια κοπριάς στην εστία)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πβ.
κοπριά
2. Kακάδι του ματιού, τσίμπλες
Σίλ.
:
Τα μάτσα μου έπιασασι κ͑αμbρά
(Τα μάτια μου γέμισαν τσίμπλες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6