ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεμρέ (ουσ. ουδ.) κεμρέ [cemˈre] Αραβαν. κεμbρέ [cemˈbre] Αξ., Μαλακ., Τροχ. κ͑εbρέ [kʰeˈbre] Φλογ. κεμbρό [cemˈbro] Αξ. κιαμbρό [camˈbro] Μισθ. καμbρό [kamˈbro] Σινασσ. καμbράδι [kamˈbraði] Σινασσ. Αρσ. καμράς [kamˈras] Φάρασ. κ͑αμbράς [kʰamˈbras] Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. γκιοboύρ [ɉoˈbur] Μισθ. Πληθ. καμbράδε [kamˈbraðe] Φάρασ. κεμρέγια [cemˈreʝa] Αξ. κεμbρέδια [cemˈbreðʝa] Ανακ., Μαλακ. κεμρέα [cemˈrea] Τροχ. κεμbρέα [cemˈbrea] Αξ., Τροχ. κεμbρέγια [kemˈbreʝa] Αξ. κεμbρέια [cemˈbreia] Μισθ., Τσαρικ. κ͑εμbρέε [kʰemˈbree] Μισθ. καμbράδια [kamˈbraðʝa] Ποτάμ. κιαμbράïα [camˈbraja] Μισθ. κεμbρέδες [cemˈbreðes] Σεμέντρ. κ͑εμbρέδια [kʰemˈbreðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kemre = α) κοπριά β) κακάδι πληγής γ) στεγνή μύξα, όπου και διαλεκτ. τύπ. gebre, kübür και gübür, το οπ. από το τουρκ. ουσ. gübre (< ελλ. κοπριά) (THADS, λ. kemre I, II, Eren 1999: λ. kemre). O τύπ. καμbράδι από τον πληθ. Για τον τύπ. καμράς πβ. περσ. kamra. Για την λ. βλ. και Καραποτόσογλου (2003: 201).
1. Ξηραμένη κοπριά που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη ό.π.τ. : Κεμbρέια, βοϊού ντα σκατά (Σβουνιές, σκατά του βοδιού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Tζ̑άνισ̑κάμ' ντου μι τα κ͑εμbρέε τρία φοράς (Το ζυγίζαμε με τις κοπριές τρείς φορές, ως αποτροπαϊκή πρόληψη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πήγα ’ς το γιαζι̂́ να σερέψω κεμbρέα (Πήγα στην εξοχή να μαζέψω κοπριές) Αξ. -Dawk. Oύτι απ' τα κιαμbράϊα είχαμ' ανάγκη, ξύλα ένα γαζά είχαμ' ιμείς (Ούτε απ' την κοπριά είχαμε ανάγκη, ξύλα ένα σωρό είχαμε εμείς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Για ένα κιαμbρό έπισαμ' κάτ' ντα ντυό μας, φέγ' ντου γαϊdούρ' (Για ένα σκατό ζώου πέσαμε κάτω οι δυό μας, φεύγει το γαϊδούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κιαμbρό είναι ντου χτήνου δου χέιξι, πόμιξι ξέρουνι μαναχό τ' (Κοπριά είναι το ζώο που έχεσε, έμεινε και ξεράθηκε μοναχό του) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Δώσ' ένα κ͑εbρέ και να λάει σου βά σ' τη ψ̑η (Δώσε ένα κομμάτι κοπριά και ας είναι για την ψυχή του πατέρα σου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Έθητσινι δύου τρία καμπράδα σην παρκαμίνα (Έβαλε 2-3 κομμάτια κοπριάς στην εστία) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ένα γούπα, χέξαμε ξύλα μέσα, κεμbρέα μέσα, χέκισκαν λαμαρίνα πάνω κι εκεί ψήνισ̑καν κιόλας· καχούταν κιόλας για ζέστη (Μια γούβα (φτιάχναμε για το ταντούρι), βάζαμε μέσα ξύλα (και) ξεραμένη κοπριά, βάζαν λαμαρίνα από πάνω κι εκεί έψηναν κιόλας· κάθονταν κιόλας για ζέστη) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Πβ. κοπριά
2. Kακάδι του ματιού, τσίμπλες Σίλ. : Τα μάτσα μου έπιασασι κ͑αμbρά (Τα μάτια μου γέμισαν τσίμπλες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6