ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεμπάμπ (ουσ.) κεbάμπ [ceˈbab] Σινασσ. κεbάπι [ceˈbapi] Αραβαν., Φάρασ. κεbάπ [ceˈbap] Ανακ. κεπάπι [ceˈpapi] Φάρασ. κ͑επάπι [cʰeˈpapi] Φάρασ. κεπάπιν [ceˈpapin] Φάρασ. κιαbάπ [caˈbap] Σινασσ. κ͑αbάμπ' [kʰaˈbab] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. kebap (< αραβ. kabāb), όπου και διαλεκτ. τύπ. kebab. Πβ. νεότ. κεμπάπι (Mackridge 2021: 32).
1. Ψημένο κρέας (στην σούβλα) ό.π.τ. : Παρένgειλεν το κ͑αbαbτζ̑ή: «Ψ̑ήσε με έξε ίνgες κ͑αbάb» (Παράγγειλε στον κεμπαμπτζή: «Ψήσε μου έξι ουγγιές κεμπάπ») Φλογ. -Dawk. || Παροιμ. Νε το κεbάπι κάφτει νε το ιλίδι (Ούτε το κεμπάπ καίει ούτε το σουβλί˙ για εκείνους που σε μιά διένεξη δεν παίρνουν θέση, γιατί δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν κανέναν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Κρέας μαγειρεμένο γιαχνί σε κομμάτια Αραβαν., Φάρασ. : || Παροιμ. Κεπάπιν τζ̑ό 'σεις, τα κρομμύδε πα ν’dα ποίκ'; (Κεμπάπ δεν έχεις, τα κρεμμύδια τι να κάνεις;˙ όταν δεν υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις είναι μάταιο να επιδιώκει κανείς κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. γιαχνί :1