κεμπάμπ
(ουσ.)
κεbάμπ
[ceˈbab]
Σινασσ.
κεbάπι
[ceˈbapi]
Αραβαν., Φάρασ.
κεbάπ
[ceˈbap]
Ανακ.
κεπάπι
[ceˈpapi]
Φάρασ.
κ͑επάπι
[cʰeˈpapi]
Φάρασ.
κεπάπιν
[ceˈpapin]
Φάρασ.
κιαbάπ
[caˈbap]
Σινασσ.
κ͑αbάμπ'
[kʰaˈbab]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. kebap (< αραβ. kabāb), όπου και διαλεκτ. τύπ. kebab. Πβ. νεότ. κεμπάπι (Mackridge 2021: 32).
1. Ψημένο κρέας (στην σούβλα)
ό.π.τ.
:
Παρένgειλεν το κ͑αbαbτζ̑ή: «Ψ̑ήσε με έξε ίνgες κ͑αbάb»
(Παράγγειλε στον κεμπαμπτζή: «Ψήσε μου έξι ουγγιές κεμπάπ»)
Φλογ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Νε το κεbάπι κάφτει νε το ιλίδι
(Ούτε το κεμπάπ καίει ούτε το σουβλί˙ για εκείνους που σε μιά διένεξη δεν παίρνουν θέση, γιατί δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν κανέναν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Κρέας μαγειρεμένο γιαχνί σε κομμάτια
Αραβαν., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Κεπάπιν τζ̑ό 'σεις, τα κρομμύδε πα ν’dα ποίκ';
(Κεμπάπ δεν έχεις, τα κρεμμύδια τι να κάνεις;˙ όταν δεν υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις είναι μάταιο να επιδιώκει κανείς κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
γιαχνί :1