κεμπαμπτζής
(ουσ. αρσ.)
κ͑αbαbτζ̑ής
[kʰababˈdʒis]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. kebapçı.
Πωλητής ψημένου κρέατος
:
Παρένgειλεν το κ͑αbαbτζ̑ή: «Ψ̑ήσε με έξε ίνgες κ͑αbάb»
(Παράγγειλε στον κεμπαμπτζή: «Ψήσε μου έξι ουγγιές κεμπάπ»)
Φλογ.
-Dawk.