κελούρι
(ουσ. ουδ.)
κελούρι
[ceˈluri]
Σινασσ.
κελούρ'
[ceˈlur]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. gelir = εισόδημα, όπου και παλ. τουρκ. και διαλεκτ. τύπ. gelür (Tietze 2016, λ. gelür/gelir).
Πάγιο εισόδημα, όπως μισθός, σύνταξη κ.τ.ό.