κεμανιτζής
(ουσ. αρσ.)
κεμανιτσ̑ής
[cemaniˈtʃis]
Φάρασ.
κεμανεdζής
[cemaneˈdzis]
Σατ.
κεμενεdζής
[cemeneˈdzis]
Σινασσ.
κιαμαναdζής
[camanaˈdzis]
Μισθ.
Aπό το παλαιότ. τουρκ. ουσ. kemaneci = α) λυράρης β) κατασκευαστής λυρών.
Λυράρης
ό.π.τ.