ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κελπετίνι (ουσ. ουδ.) κελπετίν' [celpeˈtin] Μαλακ. κελπεdί [celpeˈdi] Δίλ. κελπετί [celˈpeti] Μισθ. κιαλπατί [calpaˈti] Μισθ. γκιαλπατί [ɟalpaˈti] Μισθ. κ͑αλπατούνι [kʰalpaˈtuni] Φάρασ. κ͑αρπατούνι [kʰarpaˈtuni] Σίλ. κ͑ορπένι [kʰorˈpeni] Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. kelbeten (< αραβ. kalbatān ή kalbatayn) = τανάλια. Η λ. και Πόντ. με τύπ. κελπετή.
Τανάλια ό.π.τ. : Με το κελπεdί τράβαναμ’ το ντόν’ (Με την τανάλια τραβάγαμε το δόντι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Η γώσσα του ήτουν καλπατούνι· τίπους τζ̑ο κρατίνκιν 'μπέσου του (Η γλώσσα της ήταν σαν τανάλια· τίποτα δεν κρατούσε μέσα της) Φάρασ. -Παπαδ. Νταή μ᾽ Νικόλας 'τουν αράιζι ντου τρόχ', ηύρην ντου κιαλπατί (Ο θείος μου ο Νικόλας όταν έψαχνε τον τροχό βρήκε την τανάλια) Μισθ. -Φατ.