ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεμίκι (ουσ. ουδ.) κεμίκ' [ceˈmik] Ουλαγ. qεμίκ' [qeˈmik] Μαλακ., Φλογ. γκεμίκ' [ɟeˈmik] Αξ. γκιαμούτσ̑' [ɟaˈmutʃ] Μισθ., Φάρασ. γκιαμού [ɟaˈmu] Μισθ. καμούκ' [kaˈmuk] Ποτάμ. καμούκι [kaˈmuci] Σινασσ. καμούι [kaˈmui] Σίλ. Πληθ. κεμίκια [ceˈmica] Αξ., Φλογ. qεμούκια [qeˈmuca] Φλογ. καμούκια [kaˈmuca] Ανακ. γκαμούια [gaˈmuja] Σίλ. Aπό το τουρκ. ουσ. kemik = οστό, όπου και διαλεκτ. τύπ. kamık και παλαιότ. τύπ. kemük, gemük (Tietze 2016, λ. kemük /gemük/ kemik). Η φρ. μπελ γκιαμού δάν. από την τουρκ. φρ. bel kemiği. Η σημ. 2 πιθ. με επιδρ. της λ. καβούκι.
1. Kόκκαλο ό.π.τ. : Ντο ναίκα σώροψε ούλ-λα ντα κεμίκια (Η γυναίκα μάζεψε όλα τα κόκκαλα) Ουλαγ. -Κεσ. 'πόμ'ναν μόνο τα καμούκια τ' (Απέμειναν μόνο τα κόκκαλά του) Ποτάμ. -Dawk. Περπαίνουν το τα qεμούκια σα μορμόρια (Πηγαίνουν τα οστά στο νεκροταφείο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σουλαΐζ'νι ντα γκιαμούτσ̑α μ' (Πονάνε τα κόκκαλά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Παρτσ̑άλατ'σ̑αν τα κεμίκια (Συνέτριψαν τα κόκκαλα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Φάναν τα καμούκια τ' (Φανήκαν τα οστά του˙ αδυνάτισε πολύ) Σινασσ. -Αρχέλ. Τα qεμούκια τ' λάλ'σαν απ' την πείνα (Τα κόκκαλά του μίλησαν από την πείνα˙ το ίδιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Μπιαλ γκιαμούτσ̑' (Ανοιχτό κόκκαλο˙ μέτωπο) Μισθ. -Κοτσαν. Μπελ γκιαμού (Κόκκαλο της μέσης της πλάτης˙ σπονδυλική στήλη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Καμούκια ξερά (Ξερά κόκκαλα˙ μικρά κομμάτια από κόκκαλα, αλατισμένα και αποξηραμένα, τα οποία πρόσθεταν στο φαγητό για να νοστιμίσει) Ανακ. -Κωστ.Α. Ανοίγω τα qεμούκια (Ανοίγω τα κόκκαλα˙ κάνω ανακομιδή των οστών) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. Το μαχαίρ' ήλαχεν στο γκεμίκ' (Το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο˙ δεν υπάρχει περιθώριο ανεκτικότητας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. κόκκαλο, οστό :1, οστούδι
2. Το καύκαλο της χελώνας Σινασσ. : || Ασμ. Να τον δώσω και προικιά, κι ένα κόσκινο κουκκιά,
να τον δώσω και σεντούκια, της χελώνας τα καμούκια
(Να του δώσω και προικιά, κι ένα κόσκινο κουκκιά,
να του δώσω και σεντούκια, της χελώνας τα καβούκια)
Σινασσ. -Παχτ.
Συνών. καύκαλο :1