οστούδι
(ουσ. ουδ.)
'στούδι
[ˈstuði]
Σινασσ.
'στούδ'
[stuð]
Ανακ., Σινασσ.
Aπό το ουσ. οστό και το υποκορ. επίθμ. -ούδι. Η λ. Πόντ.