όσαατ
(επίρρ.)
όσαατ
['osaat]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίρρ. o saat = εκείνη την στιγμή, αμέσως.
Αμέσως, εκείνη τη στιγμή
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025