οσουρτζής
(ουσ. αρσ.)
ο̈σ̑ϋρτζ̑ής
[øʃyrˈdʒis]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. öşürcü = φοροεισπράκτορας της δεκάτης.
Φοροεισπράκτορας της δεκάτης, δεκατιστής