όταν
(σύνδ.)
όταν
[ˈotan]
Ποτάμ.
όνdας
[ˈondas]
Ανακ., Ποτάμ.
όνdε
[ˈonde]
Ανακ., Αραβαν.
όνdεν
[ˈonden]
Αραβαν.
όνdενε
[ˈondene]
Αραβαν.
όνdες
[ˈondes]
Αραβαν.
όdες
[ˈodes]
Φάρασ.
ότια
['otʝa]
Ουλαγ.
'τον
[ton]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φκόσ., Φλογ.
'τουν
[tun]
Δίλ., Μαλακ., Μισθ.
'τουνε
[tune]
Ανακ.
'το'
[to]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
Από τον αρχ. σύνδ. ὅταν (στις σημ. 1 και 2). Οι τύπ. όνdε και όνdεν ήδη μεσν. Ο τύπ. ό(ν)dες νεότ. Οι τύποι σε -ε ή -ες αναλογ. προς άλλους συνδ. ή χρον. επιρρ. σε -ε ή -ες. Οι τύποι με αρκτ. [t] με αποβολή του αρκτικού φων. στα πλαίσια περαιτέρω γραμματικοποίησης.
1. Δηλώνει γεγονός που έγινε πριν από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση
ό.π.τ.
:
Όταν ψοφήσ̑εις, να σε μάσω σ' ένα φλουριώνα σανδούχ'
(Όταν πεθάνεις, θα σε βάλω σε ένα χρυσό σεντούκι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Όνdενε φὠτ'σ̑ε, σ̑ηκώρη χερίφος και πήγε σο Κάστρο
(Όταν ξημέρωσε, σηκώθηκε ο άντρας και πήγε στο Κάστρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'Τον να φύουν τα ψυσ̑ές, τρώμ' τα ιμείς τα φαϊά
(Όταν φύγουν οι ψυχές, τρώμε εμείς τα φαγητά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'τουν γούλτουναμ' τ' άργαdα, σ̑ήκουναμ' ντ' αλώνια, παίνιξαμ' σα Λίμις
(Όταν τελειώναμε τις δουλειές και σηκώναμε τ' αλώνια, πηγαίναμε στην Λίμνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'το έμαθεν αδελφό τ', είbεν αδελφό τ'
(Όταν το έμαθε ο αδελφός του, είπε ο αδελφός του)
Φλογ.
-Dawk.
Όταν είδιε που έχ’ ο αδελφό τ’ παράδια, ήθελε να μάθ’ πού τα ηύρεν
(Όταν είδε ότι ο αδελφός του έχει λεφτά, ήθελε να μάθει πού τα βρήκε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'τομ bάιχ', θωρεί το βόϊτ'
(Όταν έρχεται εκεί, βλέπει το βόδι)
Φλογ.
-Dawk.
Τον ήρταν, ούλα τράνσεν ντα
(όταν ήρθαν, τους κοίταξε όλους)
Φλογ.
-Dawk.
'τουν έρτ' ώρα να με τραβείτ' απάν' απάν', να τραβήσω τσόι τρία σεβέρια και ν' αγλαΐτ' για να με βγάλετ' όξω
(Όταν έρθει η ώρα να με τραβήξετε πάνω πάνω, θα τραβήξω το σχοινί τρεις φορές και θα καταλάβετε για να με βγάλετε έξω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
'τουν σεραdώσ' Χριστός
(Όταν σαραντίσει ο Χριστός˙ Tης Ανάληψης)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αν, αφώσκαι, σαμού, τζας :1
2. Δηλώνει γεγονός που γίνεται συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση
ό.π.τ.
:
Νεκκλησ̑ά 'τουν ντου σ̑άνισ̑καμ', σο χωριό ήταν Τσ̑αρικλιώτ'
(Όταν χτίζαμε την εκκλησία, οι Τσαρικλιώτες ήταν (ακόμη) στο χωριό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το βραδύ οdές 'πνώνκαν, έβγκαν οι Τσ̑ερκέζοι
(Το βράδυ, ενώ κοιμόντουσαν, βγήκαν οι Τσερκέζοι)
Φάρασ.
-Dawk.
'τον ήρτεν να φύγ̑' να κρυβισ̑τεί, το παιγί απλών', σι̂χτά, πσ̑άν' ντο
(Όταν ετοιμαζόταν να φύγει για να κρυφτεί, το παιδί απλώνει (το χέρι του), την σφίγγει, την πιάνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Όνdενε παίνισ̑κες εσύ, εγώ ερχόμουν
(Όταν πηγαίνες εσύ, εγώ ερχόμουν˙ Για πιο έμπειρο, με μεγαλύτερη γνώση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συ 'τον επαίσ̑κες, εγώ ερούτονμαι
(Εσύ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουν˙ Για πιο έμπειρο, με μεγαλύτερη γνώση)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ζορμόdσις 'τσα, 'τουν παίνιξαμ' τσ̑ι 'ντάμα σα κούρις
ογώ ένα σ̑' ντε σ̑ι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ γάπ'σις ζούρις ( Ξέχασες εκεί, όταν πηγαίναμε μαζί στους κετσέδες
εγώ τίποτα δεν σου έκανα κι εσύ άρπαξες τις πέτρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. καντάρ, όπου, τσάπου
ογώ ένα σ̑' ντε σ̑ι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ γάπ'σις ζούρις ( Ξέχασες εκεί, όταν πηγαίναμε μαζί στους κετσέδες
εγώ τίποτα δεν σου έκανα κι εσύ άρπαξες τις πέτρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. καντάρ, όπου, τσάπου
3. Ωσότου, μέχρι
Μισθ.
:
'τουν να περάσουν γιορτές, σϋρΰdιζαμ' ντώικα μέρες
(Μέχρι να περάσουν οι γιορτές, χορεύμαμε 12 μέρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
σώστου, ώσπου