ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όταν (σύνδ.) όταν [ˈotan] Ποτάμ. όνdας [ˈondas] Ανακ., Ποτάμ. όνdε [ˈonde] Ανακ., Αραβαν. όνdεν [ˈonden] Αραβαν. όνdενε [ˈondene] Αραβαν. όνdες [ˈondes] Αραβαν. όdες [ˈodes] Φάρασ. ότια ['otʝa] Ουλαγ. 'τον [ton] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φκόσ., Φλογ. 'τουν [tun] Δίλ., Μαλακ., Μισθ. 'τουνε [tune] Ανακ. 'το' [to] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. Από τον αρχ. σύνδ. ὅταν (στις σημ. 1 και 2). Οι τύπ. όνdε και όνdεν ήδη μεσν. Ο τύπ. ό(ν)dες νεότ. Οι τύποι σε ή -ες αναλογ. προς άλλους συνδ. ή χρον. επιρρ. σε ή -ες. Οι τύποι με αρκτ. [t] με αποβολή του αρκτικού φων. στα πλαίσια περαιτέρω γραμματικοποίησης.
1. Δηλώνει γεγονός που έγινε πριν από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ό.π.τ. : Όταν ψοφήσ̑εις, να σε μάσω σ' ένα φλουριώνα σανδούχ' (Όταν πεθάνεις, θα σε βάλω σε ένα χρυσό σεντούκι) Ποτάμ. -Dawk. Όνdενε φὠτ'σ̑ε, σ̑ηκώρη χερίφος και πήγε σο Κάστρο (Όταν ξημέρωσε, σηκώθηκε ο άντρας και πήγε στο Κάστρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'Τον να φύουν τα ψυσ̑ές, τρώμ' τα ιμείς τα φαϊά (Όταν φύγουν οι ψυχές, τρώμε εμείς τα φαγητά) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'τουν γούλτουναμ' τ' άργαdα, σ̑ήκουναμ' ντ' αλώνια, παίνιξαμ' σα Λίμις (Όταν τελειώναμε τις δουλειές και σηκώναμε τ' αλώνια, πηγαίναμε στην Λίμνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'το έμαθεν αδελφό τ', είbεν αδελφό τ' (Όταν το έμαθε ο αδελφός του, είπε ο αδελφός του) Φλογ. -Dawk. Όταν είδιε που έχ’ ο αδελφό τ’ παράδια, ήθελε να μάθ’ πού τα ηύρεν (Όταν είδε ότι ο αδελφός του έχει λεφτά, ήθελε να μάθει πού τα βρήκε) Σινασσ. -Αρχέλ. 'τομ bάιχ', θωρεί το βόϊτ' (Όταν έρχεται εκεί, βλέπει το βόδι) Φλογ. -Dawk. Τον ήρταν, ούλα τράνσεν ντα (όταν ήρθαν, τους κοίταξε όλους) Φλογ. -Dawk. 'τουν έρτ' ώρα να με τραβείτ' απάν' απάν', να τραβήσω τσόι τρία σεβέρια και ν' αγλαΐτ' για να με βγάλετ' όξω (Όταν έρθει η ώρα να με τραβήξετε πάνω πάνω, θα τραβήξω το σχοινί τρεις φορές και θα καταλάβετε για να με βγάλετε έξω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Φρ. 'τουν σεραdώσ' Χριστός (Όταν σαραντίσει ο Χριστός˙ Tης Ανάληψης) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αν, αφώσκαι, σαμού, τζας :1
2. Δηλώνει γεγονός που γίνεται συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ό.π.τ. : Νεκκλησ̑ά 'τουν ντου σ̑άνισ̑καμ', σο χωριό ήταν Τσ̑αρικλιώτ' (Όταν χτίζαμε την εκκλησία, οι Τσαρικλιώτες ήταν (ακόμη) στο χωριό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το βραδύ οdές 'πνώνκαν, έβγκαν οι Τσ̑ερκέζοι (Το βράδυ, ενώ κοιμόντουσαν, βγήκαν οι Τσερκέζοι) Φάρασ. -Dawk. 'τον ήρτεν να φύγ̑' να κρυβισ̑τεί, το παιγί απλών', σι̂χτά, πσ̑άν' ντο (Όταν ετοιμαζόταν να φύγει για να κρυφτεί, το παιδί απλώνει (το χέρι του), την σφίγγει, την πιάνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Όνdενε παίνισ̑κες εσύ, εγώ ερχόμουν (Όταν πηγαίνες εσύ, εγώ ερχόμουν˙ Για πιο έμπειρο, με μεγαλύτερη γνώση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συ 'τον επαίσ̑κες, εγώ ερούτονμαι (Εσύ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουν˙ Για πιο έμπειρο, με μεγαλύτερη γνώση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Ζορμόdσις 'τσα, 'τουν παίνιξαμ' τσ̑ι 'ντάμα σα κούρις
ογώ ένα σ̑' ντε σ̑ι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ γάπ'σις ζούρις
( Ξέχασες εκεί, όταν πηγαίναμε μαζί στους κετσέδες
εγώ τίποτα δεν σου έκανα κι εσύ άρπαξες τις πέτρες)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. καντάρ, όπου, τσάπου
3. Ωσότου, μέχρι Μισθ. : 'τουν να περάσουν γιορτές, σϋρΰdιζαμ' ντώικα μέρες (Μέχρι να περάσουν οι γιορτές, χορεύμαμε 12 μέρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. σώστου, ώσπου