ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όταν (σύνδ.) όταν [ˈotan] Αξ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ. όνταν [ʹondan] Ποτάμ. όνdας [ˈondas] Ανακ., Ποτάμ. όνdε [ˈonde] Ανακ., Αραβαν. όνdεν [ˈonden] Αραβαν. όνdενε [ˈondene] Αραβαν. όνdες [ˈondes] Αραβαν. όdες [ˈodes] Φάρασ. ότια ['otça] Ουλαγ. 'τον [ton] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φκόσ., Φλογ. 'τουν [tun] Δίλ., Μαλακ., Μισθ. 'doυν [dun] Μισθ. 'τουνε [tune] Ανακ. 'το' [to] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. Από τον αρχ. σύνδ. ὅταν. Οι τύπ. όνdε και όνdεν μεσν. Οι τύπ. όνταν, όνdες νεότ. Οι τύποι σε ή -ες αναλογ. προς άλλους συνδ. ή χρον. επιρρ. σε ή -ες (Χατζιδάκις ΜΝΕ Β 505). Οι τύποι με αρκτ. [t] με αποβολή του αρκτικού φων.
1. Χρονικός σύνδεσμος που δηλώνει το προτερόχρονο, όταν ό.π.τ. : Όταν ψοφήσ̑εις, να σε μάσω 'ς ένα φλουριώνα σανdούχ' (Όταν πεθάνεις, θα σε βάλω σε ένα χρυσό σεντούκι) Ποτάμ. -Dawk. Όνdενε φὠτ'σ̑ε, σ̑ηκώρη χερίφος και πήγε σο Κάστρο (Όταν ξημέρωσε, σηκώθηκε ο άντρας και πήγε στο Κάστρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Βαβάς μου, όταν μας ρών̑ει ξ̑ύλου μάνα μας, φτσάν̑ει έναν καλό γαβγά (O πατέρας μου, όταν μας δίνει ξύλο η μάνα μας, κάνει έναν γερό καβγά) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'το έμαθεν αδελφό τ', είbεν αδελφό τ' (Όταν το έμαθε ο αδελφός του, είπε ο αδελφός του) Φλογ. -Dawk. Όταν είδιε που έχ’ ο αδελφό τ’ παράδια, ήθελε να μάθ’ πού τα ηύρεν (Όταν είδε ότι ο αδελφός του έχει λεφτά, ήθελε να μάθει πού τα βρήκε) Σινασσ. -Αρχέλ. Όταν σάνισκαν κόβλα, βάλλισκαν τα πάνω στο μαγμέρ και μοίραζάν τα (Όταν έφτιαχναν κόλλυβα, τα έβαζαν πάνω στο μάρμαρο και τα μοίραζαν) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. 'τον να φύουν τα ψυσ̑ές, τρώμ' τα ιμείς τα φαϊά (Όταν φύγουν οι ψυχές, τρώμε εμείς τα φαγητά) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'τομ bάιχ', θωρεί το βόϊτ' (Όταν έρχεται εκεί, βλέπει το βόδι) Φλογ. -Dawk. 'τουν γούλτουναμ' τ' άργαdα, σ̑ήκουναμ' ντ' αλώνια, παίνιξαμ' σα Λίμις (Όταν τελειώναμε τις δουλειές και σηκώναμε τ' αλώνια, πηγαίναμε στην Λίμνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'τον ήρταν, ούλα τράνσεν ντα (όταν ήρθαν, τους κοίταξε όλους) Φλογ. -Dawk. 'τον qούλτωναν το θέρος τα νυφάδες σάνισ̑καν ασ' πιλιαριού τα κιφάλια ένα σταυρό και φερίσ̑καν το σπιτιού το αφέντο (Όταν τελείωαν το θερισμό οι γυναίκες έφτιαχναν από τα κεφάλια των σταχυών ένα σταυρό και τον πήγαιναν στον αφέντη του σπιτιού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 'τον τελειώσ̑' λουτουργιά παπάς φερίσ̑κει το νύφ' σο γαμπρό κοντά (Όταν τελειώσει η λειτουργία, ο παπάς φέρνει τη νύφη δίπλα στο γαμπρό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 'τουν έρτ' ώρα να με τραβείτ' απάν' απάν', να τραβήσω τσόι τρία σεβέρια και ν' αγλαΐτ' για να με βγάλετ' όξω (Όταν έρθει η ώρα να με τραβήξετε πάνω πάνω, θα τραβήξω το σχοινί τρεις φορές και θα καταλάβετε για να με βγάλετε έξω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ 'doυν τον χέκιξαμ' κάτ', σαλάιζεν του χυμιατό σου σάνατους απάν' και ψάλνισκεν (Όταν τον ακουμπάγαμε κάτω, τίναζε το θυμιατό πάνω από τον νεκρό και έψελνε) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. 'τουν σεραdώσ' Χριστός (Όταν σαραντίσει ο Χριστός˙ Tης Αναλήψεως) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. άμα, αφώσκαι, όσο :3, ότιχαλα :3, σαμού, τζας :1
2. Χρονικός σύνδεσμος που δηλώνει το σύγχρονο στο παρελθόν, τότε που ό.π.τ. : Νεκκλησ̑ά 'τουν ντου σ̑άνισ̑καμ', σο χωριό ήταν Τσ̑αρικλιώτ' (Όταν χτίζαμε την εκκλησία, οι Τσαρικλιώτες ήταν (ακόμη) στο χωριό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το βραδύ οdές 'πνώνκαν, έβγκαν οι Τσ̑ερκέζοι (Το βράδυ, ενώ κοιμόντουσαν, βγήκαν οι Τσερκέζοι) Φάρασ. -Dawk. 'τον ήρτεν να φύγ̑' να κρυβισ̑τεί, το παιγί απλών', σι̂χτά, πσ̑άν' ντο (Όταν ετοιμαζόταν να φύγει για να κρυφτεί, το παιδί απλώνει (το χέρι του), την σφίγγει, την πιάνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Όταν ήταμεστε κ’λάκια, τι παίσ̑καμ’; (Όταν ήμαστε παιδιά, τι παίζαμε;) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Όταν πας στην Πόλ' ζερμονάς την Σινασό, κι όταν έρτεις στη Σινασόν ζερμονάς την Πόλ' (Όταν πας στην Πόλη λησμονάς την Σινασό, κι όταν έρθεις στην Σινασό λησμονάς την Πόλη) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Όνdενε παίνισ̑κες εσύ, εγώ ερχόμουν (Όταν πηγαίνες εσύ, εγώ ερχόμουν˙ Για πιο έμπειρο, με μεγαλύτερη γνώση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συ 'τον επαίσ̑κες, εγώ ερούτονμαι (Εσύ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουν˙ Για πιο έμπειρο, με μεγαλύτερη γνώση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Ζορμόdσις 'τσα, 'τουν παίνιξαμ' τσ̑ι 'ντάμα σα κούρις
ογώ ένα σ̑' ντε σ̑ι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ γάπ'σις ζούρις
( Ξέχασες εκεί, όταν πηγαίναμε μαζί στους κετσέδες
εγώ τίποτα δεν σου έκανα κι εσύ άρπαξες τις πέτρες)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. όσο :1, τσάπου, τζας :1
3. Χρονικός σύνδεσμος που δηλώνει το υστερόχρονο, μέχρι Μισθ. : 'τουν να περάσουν γιορτές, σϋρΰdιζαμ' ντώικα μέρες (Μέχρι να περάσουν οι γιορτές, χορεύαμε 12 μέρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. όσο :2, σώστου, ώσπου, ως
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025