οστ
(επιφ.)
οσ̑τ
[oʃt]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επιφων. oşt = επιφώνημα για εκφοβισμό σκύλου, το οπ. από το αρμ. επιφών. öşöş/öşt (Tietze 2019: λ. oş III/ oşt). Πβ. ν.ε. ουστ.
Επιφώνημα για να διώξουμε ένα σκύλο