ορφανεύω
(ρ.)
Αόρ.
ορφάνιψα
[orˈfanipsa]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. ὀρφανεύω.
Ορφανεύω, μένω ορφανός
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024