ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορτύκι (ουσ. ουδ.) ορτύτσ̑ι [orˈtitʃi] Φάρασ. Πληθ. ορτύdζ̑ε [orˈtidʒe] Φκόσ. Από το μεσν. ουσ. ὀρτύκιν και ὀρτύκιον (< αρχ. ὀρτύγιον).
Ορτύκι ό.π.τ. : Πήν' αβτζ̑ής σο ρουσ̑ί να σ̑ύρει τσ̑αι να φέρει ορτύdζ̑ε τσ̑αι 'αγοί (Πήγε ο κυνηγός στο βουνό να τουφεκίσει και να φέρει ορτύκια και λαγούς) Φκόσ. -Παπαδ. Συνών. άβι