ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορτύκι (ουσ. ουδ.) ορτύτσ̑ι [orˈtitʃi] Φάρασ. Πληθ. ορτύτζ̑ε [orˈtidʒe] Φκόσ. Από το μεσν. ουσ. ὀρτύκιον (< αρχ. ὀρτύγιον).
Ορτύκι ό.π.τ. : Πήν' αβτζ̑ής σο ρουσ̑ί να σ̑ύρει τσ̑αι να φέρει ορτύτζ̑ε τσ̑αι 'αγοί (Πήγε ο κυνηγός στο βουνό να χτυπήσει και να φέρει ορτύκια και λαγούς) Φκόσ. -Παπαδ. Συνών. άβι
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025