ορτύκι
(ουσ. ουδ.)
ορτύτσ̑ι
[orˈtitʃi]
Φάρασ.
Πληθ.
ορτύdζ̑ε
[orˈtidʒe]
Φκόσ.
Από το μεσν. ουσ. ὀρτύκιν και ὀρτύκιον (< αρχ. ὀρτύγιον).
Ορτύκι
ό.π.τ.
:
Πήν' αβτζ̑ής σο ρουσ̑ί να σ̑ύρει τσ̑αι να φέρει ορτύdζ̑ε τσ̑αι 'αγοί
(Πήγε ο κυνηγός στο βουνό να τουφεκίσει και να φέρει ορτύκια και λαγούς)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Συνών.
άβι