άβι (I)
(ουσ. ουδ.)
άβι
[ˈavi]
Αφσάρ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
άβ’
[av]
Αραβαν., Αραβ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. av =κυνήγι.
1. Κυνήγι θηραμάτων
ό.π.τ.
:
Πήιν ’ς άβια
(Πηγαίνει σε κυνήγια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φτένκινι άβι σα ρουσ̑ία
(Πήγαινε για κυνήγι στα βουνά)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ξέφ’κι στ’ άβι, ήρτι κι Πατισάχης
(Βγήκε στο κυνήγι, ήρθε κι ο βασιλιάς)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Αν χιονίσει, να πάω σο άβια
(Αν χιονίσει, θα πάω στο κυνήγι)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Συνών.
αβτζιλίκι :1, αβλάντημα, αβλίχι, κυνήγι :1, νέγκωσμα
2. Θήραμα
Αραβαν., Ουλαγ.
:
Ντ’ άβια έψησέν ντα, έφαέν ντα
(Tα κυνήγια τα έψησε, τα έφαγε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Γαπτά το άβ’ και φέγνει
(Αρπάζει το κυνήγι και φεύγει)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
κυνήγι :2
β.
Ειδικότ., το ορτύκι
Μισθ.