ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άβι (I) (ουσ. ουδ.) άβι [ˈavi] Αφσάρ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. άβ’ [av] Αραβαν., Αραβ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. av =κυνήγι.
1. Κυνήγι θηραμάτων ό.π.τ. : Πήιν ’ς άβια (Πηγαίνει σε κυνήγια) Μισθ. -Κοτσαν. Φτένκινι άβι σα ρουσ̑ία (Πήγαινε για κυνήγι στα βουνά) Αφσάρ. -Dawk. Ξέφ’κι στ’ άβι, ήρτι κι Πατισάχης (Βγήκε στο κυνήγι, ήρθε κι ο βασιλιάς) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Αν χιονίσει, να πάω σο άβια (Αν χιονίσει, θα πάω στο κυνήγι) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Συνών. αβτζιλίκι :1, αβλάντημα, αβλίχι, κυνήγι :1, νέγκωσμα
2. Θήραμα Αραβαν., Ουλαγ. : Ντ’ άβια έψησέν ντα, έφαέν ντα (Tα κυνήγια τα έψησε, τα έφαγε) Ουλαγ. -Dawk. Γαπτά το άβ’ και φέγνει (Αρπάζει το κυνήγι και φεύγει) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. κυνήγι :2
β. Ειδικότ., το ορτύκι Μισθ.