αβλαντίζω
(ρ.)
αβλατίζω
[avlaˈtizo]
Φάρασ.
αβλαγίζου
[avlaˈʝizu]
Σίλ.
αβλαdώ
[avlaˈdo]
Ουλαγ., Σίλ.
αβλατώου
[avlaˈtou]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. avlamak (αόρ. avladı) = κυνηγώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. νεότ. ρ. ἀβλαδίζω (Mackridge 2021: 99).
1. Κυνηγώ, βγαίνω για κυνήγι
ό.π.τ.
:
Ξέφ’κη στ’ άβι, ήρτι κι Πατισάχης, ντάμα αβλαγίσασ̑ι
(Βγήκε στο κυνήγι, ήρθε κι ο βασιλιάς, μαζί κυνήγησαν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Φρ.
Κιάταν του σκούνdου αβλαdά μύγες
(Σαν τον σκύλο κυνηγάει μύγες˙ για αργόσχολους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γατιαίνω, κυνηγώ