ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβλίχι (ουσ. ουδ.) αβλίχ̇ι [aˈvlixi] Φάρασ. Από το ουσ. άβι, όπου και τύπ. αβ’, και το παραγωγικό επίθμ. -λίκι, πβ. τουρκ. avcılık = κυνήγι.
Κυνήγι θηραμάτων : Η μαρκάλτσα πααίνκανε μο το φσ̑όκ-κο ’ς αβλίχ̇ι (Η μάγισσα πήγαινε με το αγόρι στο κυνήγι) Φάρασ. -Αναστασ. Πααίνκε κάτα ημέρα ’ς αβλίχ̇ι τσ̑αι φερείνκεν τσ̑υνήα, πέρντιτσ̑ε, ’αγοί (Πήγαινε κάθε μέρα στο κυνήγι και έφερνε θηράματα, πέρδικες, λαγούς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Ζάνdζες ’ενόσουν στσ̑υλί, ξείλτσες ’ς αν γκαό αβλίχ̇ι (Από τότε που έγινες σκυλί, έπεσες σ’ ένα καλό κυνήγι˙ για άνθρωπο που εξελίχθηκε σε σκληρό και άκαρδο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άβι :1, αβλάντημα, αβτζιλίκι :1, κυνήγι :1, νέγκωσμα