αβουρτλάχος
(ουσ. αρσ.)
αβουρτλάχος
[avurˈtlaxos]
Μαλακ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. avurtlak = α) πρήξιμο στο μάγουλο β) πλαδαρός άνθρωπος ή ζώο γ) αυτός που έχει μεγάλο στόμα. Εναλλακτικά, ίσως σχετίζεται με το γεωργιανό ουσ. virtkha (ვირთხა) = αρουραίος.
Είδος αρουραίου
Πβ.
κελαγκί