ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβουρτλάχος (ουσ. αρσ.) αβουρτλάχος [avurˈtlaxos] Μαλακ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. avurtlak = α) πρήξιμο στο μάγουλο β) πλαδαρός άνθρωπος ή ζώο γ) αυτός που έχει μεγάλο στόμα. Εναλλακτικά, ίσως σχετίζεται με το γεωργιανό ουσ. virtkha (ვირთხა) = αρουραίος.
Είδος αρουραίου Πβ. κελαγκί