ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγαναχτώ (ρ.) αγαναχτίζω [aɣanaˈxtizo] Μισθ. ’γαναχτίζω [ɣanaˈxtizo] Σινασσ. Αόρ. ’γανάχτ’σα [ɣaˈnaxtsa] Φάρασ. ’γανάχσα [ɣaˈnaxsa] Σινασσ. κ͑ανι̂́χ’σα [qaˈnɯxsa] Τελμ. Μτχ. Θηλ. αγαναχτισμέν’ [aɣanaxtiˈzmen] Μισθ. Από το αρχ. ρ. ἀγανακτέω-ῶ. Ο τύπ. αγαναχτίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω λόγω της σύμπτωσης των αοριστικών δομών. Η σημ. 1 πιθ. μέσω της κοινής ν.ε.
1. Αγανακτώ ό.π.τ. : Αγανάκτισι, λέ’, έσυριν ντου ’ς τάλασσα μέσα (Αγανάχτησε, λέει, τον ἐρριξε μέσα στην θάλασσα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Απαυδώ, λιγώνομαι Τελμ., Φάρασ. : ’γανάχτ’σαν τζ̑αι τα δύο τουν ’σ’ ση δίψα (Απηύδησαν και οι δύο από την δίψα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Κι ασ’ το κ͑ανι̂́χ’σεν, έκοψεν τ’ αν μέγα, και να το φάει (Και επειδή απηύδησε από την δίψα, έκοψε το ένα μεγάλο (ενν. πορτοκάλι) για να το φάει) Τελμ. -Dawk. Συνών. ουσαντίζω, μπουχτίζω, πεστανίσκω