αγαπώ
(ρ.)
αγαπώ
[aɣaˈpo]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
’γαπώ
[ɣaˈpo]
Αραβαν., Μισθ., Φάρασ.
αγαπού
[aɣaˈpu]
Ουλαγ.
’γαπάω
[ɣaˈpao]
Φάρασ.
’γαπάγω
[ɣaˈpaɣo]
Φάρασ.
αγαπίζω
[aɣaˈpizo]
Αραβαν.
Παρατατ.
’γαbάνκα
[ɣaˈbaŋka]
Τσουχούρ., Φάρασ.
αγάπαα
[aˈɣapaa]
Ανακ.
αγάπανα
[aˈɣapana]
Ανακ.
’γάπανα
[ˈɣapana]
Μισθ.
Παθ.
αγαπίζομαι
[aɣaˈpizome]
Αραβαν.
Μτχ.
αγαπημένο
[aɣapiˈmeno]
Γούρδ., Μισθ.
’γαπημένου
[ɣapiˈmenu]
Μισθ.
Αρχ. ρ. ἀγαπάω-ῶ. Ο τύπ. ’γαπώ ήδη μεσν. Ο τύπ. αγαπίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω λόγω του κοινού αορ.
1. Νιώθω αγάπη, στοργή, συμπάθεια αφοσίωση σε κάποιον
ό.π.τ.
:
Ρέν τ’ αγαπώ τα τέκνα
(Δεν αγαπώ τα παιδιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ν’ αγαπάς ντου μαμά σ’, μαμά ’ς του γκόσμου μία είναι
(Να αγαπάς την μαμά σου, η μαμά στον κόσμο είναι μία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πεχερά μ’ τσ̑όουν καλό, ’γάπανιν του ντ’ άνdρα μ’
(Η πεθερά μου ήταν καλή, αγαπούσε τον άντρα μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ητόμεστε άθωγα και Θεγός αγάπανε μας
(Ἠμασταν αθώοι και ο Θεός μας αγαπούσε)
Ανακ.
-Cost.
Ητόμεστε άθωγα και Θεγός αγάπανε μας
(Ἠμασταν αθώοι και ο Θεός μας αγαπούσε)
Ανακ.
-Cost.
|| Παροιμ.
Ο π͑ίσης τον π͑ίση ’γαπά
(Ο βρωμιάρης τον βρωμιάρη αγαπά˙ Ο καθένας συναναστρέφεται τον όμοιό του)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Αγαπώ σε και ζουλώ σε και γρονθοκοπώ σε
(Σε αγαπώ, σε ζουλώ και σε γρονθοκοπώ˙ για παράλογη συμπεριφορά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Του ’α ’γαπήσω, έν’ ατσ̑είνο καό
(Ό,τι θα αγαπήσω, εκείνο είναι καλό˙ όλοι θεωρούν καλές τις επιλογές τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του ’γαπά το βάρτι, ’γαπά τσ̑αι το ’γγάθι του
(Όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και το αγκάθι του˙ αγαπούμε κάποιον με τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Συμφιλιώνομαι
Αραβαν., Φάρασ.
:
Ετιά τα αρώπ’ αγάπ’σαν
(Αυτοί οι άνθρωποι συμφιλιώθηκαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μα ντο τίνα είσαι μαυρωμένο; Είπεν τζ̑αι τζ̑είνος: «Μο ντο πραgανά. Στρίν’ξε, ’γαπήσα ντα», είπεν ο προφήτ’ Ηλίας
(Με ποιον είσαι θυμωμένος; Κι εκείνος είπε: «Με το σκαθάρι». Φώναξέ το και συμφιλιωθείτε» είπε ο προφήτης Ηλίας)
Φάρασ.
-Dawk.JHS
Συνών.
μίγω :3, μπαριστίζω
β.
Μτβ., συμφιλιώνω
Αραβαν.
:
Ετό το φσ̑άχ’ αγάπ’σα το με το μάνα τ’
(Αυτό το παιδί το συμφιλίωσα με την μάνα του
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
3. Αισθάνομαι έρωτα για κάποιο πρόσωπο
ό.π.τ.
:
Πατέρα, ογώ δου κ’λάτσ’ εκείνο αγαπώ δου, ογώ κρέου εκείνου ’ου κ’λατσ’ να παντρευτώ
(Πατέρα, εγώ το παιδί εκείνο το αγαπώ, εγώ θέλω εκείνο το παιδί να παντρευτώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δέτε πώς ταράζεσαι ’σ’ ’ου ’γαπάω ’γώ του τε σο χωρίο του βασιλό την κόρη
(Δες πώς ταράζεσαι επειδή εγώ αγαπώ στο τάδε χωριό την κόρη του βασιλιά)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
|| Ασμ.
Ούλα τα κάστρα πάτε με, σης Νίκιας μη με πάτε
ξανθό κοράσο αγαπώ και με θωρεί και κλαίγει (Σε όλα τα κάστρα να με πάτε, μη με πάτε στης Νίκαιας
ξανθή κόρη αγαπώ και με βλέπει και κλαίει) Ανακ. -ΚΜΣ 63 Είπες με τι ’γαπώ σε, εγώ πάλ’ είπα τι πονώ σε (Μου είπες ότι μ’ αγαπάς, εγώ πάλι είπα ότι σε πονώ) Φάρασ. -Λαμπρ. Να υπάγω ζ Ε-Σοφίας τον αγιόκκο,
να υπά τζ̑αι του ’γαπάγω το κορτσόκκο (Να πάω στο ξωκκλήσι της Αγ. Σοφίας,
να πάει και το κορίτσι που αγαπάω) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Βαριά βαριά μ' αγάπαες, τώρα με καργιοκόφτεις (Μ' αγαπούσες πολύ, τώρα με κόβεις κομματάκια) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. σεβντώ
ξανθό κοράσο αγαπώ και με θωρεί και κλαίγει (Σε όλα τα κάστρα να με πάτε, μη με πάτε στης Νίκαιας
ξανθή κόρη αγαπώ και με βλέπει και κλαίει) Ανακ. -ΚΜΣ 63 Είπες με τι ’γαπώ σε, εγώ πάλ’ είπα τι πονώ σε (Μου είπες ότι μ’ αγαπάς, εγώ πάλι είπα ότι σε πονώ) Φάρασ. -Λαμπρ. Να υπάγω ζ Ε-Σοφίας τον αγιόκκο,
να υπά τζ̑αι του ’γαπάγω το κορτσόκκο (Να πάω στο ξωκκλήσι της Αγ. Σοφίας,
να πάει και το κορίτσι που αγαπάω) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Βαριά βαριά μ' αγάπαες, τώρα με καργιοκόφτεις (Μ' αγαπούσες πολύ, τώρα με κόβεις κομματάκια) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. σεβντώ
β.
Η παθ. μτχ., εραστής-ερωμένη
Σίλ.
:
Συ στ’ ένα μαχαλά έχεις μιά ’γαπημέν̑η
(Εσύ στον ένα μαχαλά έχεις μιά αγαπημένη
)
Σίλ.
-Συλλ.
4. Ερωτοτροπώ
Μισθ.
:
Παίνιξαν κουρφάς σα ντουβάρια οπίσ’ να γκιαλαέψ’νι, να αγαπηθούν απενανdάλλο
(Πήγαιναν κρυφά στους τοίχους πίσω, να μιλήσουν, να ερωτοτροπήσουν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
5. Φιλώ κάποιον
Αραβαν., Τροχ.
:
Αγαπά το και φτύν’ το σο στόμα
(Το φιλάει και το φτύνει στο στόμα, ενν. το παιδί για να το ξεματιάσει)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
φιλώ
6. Μου αρέσει κάτι, το προτιμώ, έχω κλίση προς αυτό
Μισθ.
:
Αγώ ντα γράμμαα ντέ ντα ’γάπανα
(Εγώ δεν είχα κλίση στα γράμματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Αγαπούσε η Μαρού το χορό και βρήκε άντρα ζουρνατζή
(Αγαπούσε η Μαρού τον χορό και παντρεύτηκε οργανοπαίκτη˙ ο καθένας συναναστρέφεται τον όμοιό του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
χαζλαντίζω