φιλώ
(ρ.)
φιλώ
[fiˈlo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ.
φιλού
[fiˈlu]
Ουλαγ.
φι-ώ
[fiˈo]
Φάρασ.
Παρατατ.
φίλινα
[ˈfilina]
Γούρδ.
φίλανα
[ˈfilana]
Μισθ., Σινασσ.
εφίλανα
[ˈefilana]
Μισθ.
φι-άνκα
[ˈfiaŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
εφίλησα
[eˈfilisa]
Σίλατ., Σινασσ.
φίλ'σα
[ˈfilsa]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ.
φίλτσα
[ˈfiltsa]
Αξ.
Υποτ.
φιλήσω
[fiˈliso]
Σινασσ.
φιλήσου
[fiˈlisu]
Σίλ.
Προστ.
φίλα
[ˈfila]
Αξ., Μισθ., Τελμ.
φίλι
[ˈfili]
Αφσάρ.
φίλησ'
[ˈfilis]
Σίλ.
Παθ.
φιλιέμαι
[fiˈʎeme]
Αξ.
φιλιούμαι
[fiˈʎume]
Σίλατ.
φιλιούμ
[fiˈʎumi]
Μαλακ.
Αόρ.
φιλήθα
[fiˈliθa]
Αφσάρ., Σίλατ.
εφιλήσ̑τα
[efiˈliʃta]
Αξ.
Υποτ.
φιληθώ
[filiˈθo]
Ανακ., Μαλακ.
φιληχώ
[filiˈxo]
Τσαρικ.
Από το αρχ. ρ. φιλῶ.
Φιλώ
ό.π.τ.
:
Και τα ρυό τουν γοdζ̑ακλάτ'σαν ντο κι άρχεψαν να το φιλούν
(Και οι δυο τους το αγκάλιασαν και άρχισαν να το φιλάνε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έρσ̑ιτι bροστά να τα φιλήσ', τροπιάζιτι, φεύγει, πάλ' τσ̑ην τραβούσ̑ι μι του ζόρι, φιλά σ̑έριν ντου
((Η νύφη το χέρι του μέλλοντα πεθαρού της κατά τον αρραβώνα) έρχεται μπροστά να το φιλήσει, ντρέπεται, φεύγει, πάλι την τραβούν με το ζόρι, του φιλεί το χέρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φίλαναν ντου σταυρό
(Φιλούσαν τον σταυρό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Φίλ'σεν το χέρι της
(Της φίλησε το χέρι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μασκάλιασε φίλτσεν ντο
((Τον) αγκάλιασε και τον φίλησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Η Πεντάμορφη πήγεν να φιλήσει το χέρι τ' αμά εκείνος δεν το 'δωκεν
(Η Πεντάμορφη πήγε να φιλήσει το χέρι του (πεθερού της) αλλά εκείνος δεν το 'δωσε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Με το γιαλι̂́χι̂ σ' σόνgρα το πρόσωπο τσ̑ης σούνgα το και φίλα τσ̑ην ιμιά
(Με το μαντήλι σου μετά σκούπισε το πρόσωπό της και φίλια την μιά)
Τελμ.
-Dawk.
Εκεί μπιλινdίζ̑'νε το είνdαι ούλ-λα απενανdάλλο εγέλφια, αgαλιάζουνdαι, φιλιένdαι
(Εκεί αναγνωρίζονται ότι είναι όλοι μεταξύ τους αδέλφια, αγκαλιάζονται, φιλιούνται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' εγέλφια 'τον εφιλίσ̑ταν, ντεμ bόρ'σα να bοίκω σάbουρ'
(Τ' αδέλφια όταν φιλίθηκαν, δεν μπόρεσα να κάνω υπομονή)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα ψέικα φιάγκαν το σ̑έρι του παππούκα τσ̑αι της επές να πάρουν την ευσ̑ή τουν
(Τα μικρά παιδάκια φίλαγαν το χέρι του παππού και της γιαγιάς για να πάρουν την ευχή τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Φιλώ χέρια και πουγιάρια
(Φιλώ χέρια και ποδάρια˙ Παρακαλώ, εκλιπαρώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το ντεμ bορείς να ντάκεις το χέρ', φίλα το
(Το χέρι που δεν μπορείς να δαγκάσεις, φίλα το˙ Παρίστανε τον φίλο στον εχθρό που δεν μπορείς να του κάνεις κακό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έρχεται ένα ταρός βρίεις το κι έρχεται άλλο ταρός φιλάς το χέρι τ'
(Έρχεται ένας καιρός (που) τον βρίζεις κι έρχεται άλλος καιρός (που) φιλάς το χέρι του˙ Πρέπει να φέρεσαι ανάλογα με τις περιστάσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Εκείνος όνdας την φίλανε, τ' άστρα κρυβιούσαν
(Εκείνος όταν την φιλούσε, τ' άστρα κρύβονταν)
Σινασσ.
-Lag.
Εγώ αν σε εφίλησα, πάντα τ' αδέλφια παίζουν
(Eγώ κι αν σε φίλησα, πάντα τα αδέλφια παίζουν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Γύρισ' Γιαννάκη μου, ας φιλήσωμεν ας τσιμbήσωμεν
Eγώ δε σμίγω με τον αλλόπιστον το μύρο μου, σκύλο μαγαρισμένο (Γύρισε πλευρό Γιαννάκη μου, ας φιληθούμε, ας κάνουμε έρωτα
Eγώ δε σμίγω με αλλόπιστη το μύρο μου, σκύλο μαγαρισμένο) Τελμ. -Αινατζ. Κι εκείνος 'ταν την φίλανε, τ' ἄστρα ούλ' αγματούσαν
Κι εκείνος 'ταν την τζίμbανε, ο ήλιος εκρυβόταν (Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγαπώ
Eγώ δε σμίγω με τον αλλόπιστον το μύρο μου, σκύλο μαγαρισμένο (Γύρισε πλευρό Γιαννάκη μου, ας φιληθούμε, ας κάνουμε έρωτα
Eγώ δε σμίγω με αλλόπιστη το μύρο μου, σκύλο μαγαρισμένο) Τελμ. -Αινατζ. Κι εκείνος 'ταν την φίλανε, τ' ἄστρα ούλ' αγματούσαν
Κι εκείνος 'ταν την τζίμbανε, ο ήλιος εκρυβόταν (Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αγαπώ