φιρίκι
(ουσ. ουδ.)
φιρίκι
[fiˈrici]
Φάρασ.
Από το τουρκ. firik = φρέσκο καλαμπόκι για ψήσιμο.
Το φρέσκο καλαμπόκι
Φάρασ.