φιρίκι
(ουσ. ουδ.)
φιρίκι
[fiˈrici]
Φάρασ.
Από το τουρκ. firik = φρέσκο καλαμπόκι για ψήσιμο.
Φρέσκο καλαμπόκι
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 20/10/2025